Πάρα πολλά σπίτια του χωριού ήταν χτισμένα με τον παραδοσιακό τρόπο: Τον ηλιακό του νότου με τις πλατιές καμάρες στο μπροστινό μέρος, το μεγάλο δίχωρο δωμάτιο, το στενόμακρο μακρινάρι και το “σέντε”, χωρισμένο σε δύο πατώματα για την αποθήκευση της γεωργικής παραγωγής και των διάφορων τροφίμων της οικογένειας. Δίπλα ήταν το μαγειρείο και πιο πέρα ο φούρνος, ο αχυρώνας, οι στάβλοι και άλλοι αποθηκευτικοί χώροι. Όλα αυτά τα κτίσματα βρίσκονταν πίσω από μια μεγάλη αυλή και δίπλα σ’ ένα αλώνι, για να εξυπηρετείται ο ιδιοκτήτης στις γεωργικές εργασίες του. Γι’ αυτό το λόγο το χωριό ήταν αραιοκατοικημένο και φαινόταν από μακριά πολύ μεγάλο.
Όσα σπίτια διατηρούνταν σ’ αυτό το παραδοσιακό στυλ λόγω του ότι ανήκαν σε κάποια εποχή, πριν από το 1935, είχαν το εσωτερικό τους πλούσια στολισμένο. Μόλις έμπαινε κάποιος στο δίχωρο ή το καλό δωμάτιο, έβλεπε απέναντι του μια γύψινη σουβάντζα με ανάγλυφα σχέδια. Πάνω σ’ αυτήν ήταν ακουμπισμένα μια σειρά από πολύχρωμα σχεδιαστά πιάτα. Λίγο πιο μπροστά βρίσκονταν τοποθετημένα εναλλάξ βάζα, “κκεσέδες”, “μερρέχες” και “καντήλες”.
Από τα ξυλόγλυπτα έπιπλα του δωματίου την πιο κεντρική θέση είχε το “πουρό κάτω από ένα μεγάλο καθρέφτη. Στους δύο πλαϊνούς τοίχους βρίσκονταν το ερμάρι και η σιδερένια “καρκόλα” με τους τέσσερις “στύλλους” στολισμένη με υφαντά και κεντητά υφάσματα. Όταν μετά το 1920 περίπου άρχισαν να προστίθενται τα πιο νέα έπιπλα, η “κορσόλα” και ο καναπές, έμπαιναν απέναντι από την είσοδο και η τραπεζαρία στη μέση του δωματίου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ένα από τα βασικότερα έπιπλα ήταν και το ωραίο ξυλόγλυπτο σεντούκι.
Όσον αφορά τη διακόσμηση των τοίχων ανάμεσα στα πανέρια, τις “πάντες” και τις “μαντιλιές”, την πιο σημαντική θέση είχαν τα κάδρα, τα οποία ήταν κεντητά, ζωγραφισμένα σε γυαλί ή φτιαγμένα πάνω σε βελούδινο ύφασμα με κουκούλια του μεταξοσκώληκα. Γι’ αυτό το λόγο λεγόταν τότε και η φράση. «Του τοίχου του κακότοιχου τα ρούχα έν’ ο πρεπός του». |